-
1 блестящий
блестящий 1) λαμπρός αστραποβόλος (сверкающий ) 2) (превосходный) υπέροχος \блестящийие достижения τα λαμπρά αποτελέσματα* * *1) λαμπρός; αστραποβόλος ( сверкающий)2) ( превосходный) υπέροχοςблестя́щие достиже́ния — τα λαμπρά αποτελέσματα
-
2 лучезарный
επ.1. αντινοβόλος.2. μτφ. λαμπρός, φωτεινός•-ое будущее το φωτεινό μέλλο•
-ые надежды φωτεινές ελπίδες.
3. μτφ. αστραποβόλος•-ые глаза αστραποβόλα μάτια.